τοξευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τοξευτής | οι | τοξευτές |
γενική | του | τοξευτή | των | τοξευτών |
αιτιατική | τον | τοξευτή | τους | τοξευτές |
κλητική | τοξευτή | τοξευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοξευτής < αρχαία ελληνική τοξευτής < τοξεύω < τόξον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοξευτής αρσενικό θηλυκό: τοξεύτρια & τοξεύτρα)
- άλλη μορφή του τοξότης
Πηγές[επεξεργασία]
- τοξευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τοξευτής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοξευτής
|