τρίλογος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρίλογος οι τρίλογοι
      γενική του τριλόγου των τριλόγων
    αιτιατική τον τρίλογο τους τριλόγους
     κλητική τρίλογε τρίλογοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρίλογος < (λόγιο δάνειο) νέα ελληνική trilogue

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρίλογος αρσενικό

  1. τριμερής διάλογος. Απόδοση του όρου trilogue, ορολογία στο περιβάλλον των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για διάλογο μεταξύ των τριών μερών: μεταξύ του Ευρωκοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο όρος «τριμερής διάλογος» είναι η επίσημη μετάφραση του trilogue από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο όρος «τρίλογος» χρησιμοποιείται σπανιότερα, συνήθως από ΜΜΕ.
    ※  Όταν το Συμβούλιο είναι έτοιμο να παρουσιάσει τη θέση του σχετικά με τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου, ακόμη και εάν δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τυπικά τη δεύτερη ανάγνωσή του, ορίζεται η διεξαγωγή μιας τριμερούς συνεδρίασης μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής που είναι γνωστή ως "τριμερής διάλογος" ή "τρίλογος". (ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ και ΣΥΝΑΠΟΦΑΣΗ, Ένας οδηγός για τον τρόπο με τον οποίο συννομοθετεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ΕΕ, Ιούλιος 2007 The codecision procedure in general)
  2. διάλογος μεταξύ τριών μερών
    ※  Μπαίνω στο γραφείο του αδελφού μου. Κρατάει από ένα ακουστικό στο κάθε αυτό - κάνει τρίλογο, μεταφέροντας τά λόγια τοῦ ἑνός στόν ἄλλο καί παρεμβαίνοντας ὁ ἴδιος κάθε τόσο στήν συζήτηση. (Αθήνα, διαδρομές και στάσεις, εκδ. Πατάκη, 1999, σελ. 90)
  3. τριπλός, που αποτελείται από τρία μέρη
    ※  Εις αυτόν αφιερωμένοι | Μία δι' ημάς υπάρχει ελπίς | τρίλογος σημαία | Θεός, Ἐλευθερία , Πατρίς (Γεώργιος Κανδιανός Ρώμας, Η Καλύβη: άσματα τρία, Βράιλλα, Εκ του Τυπογραφείου η Ένωσις, 1865, σελ. 28 [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]