τραμπούκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραμπούκος < (άμεσο δάνειο) ισπανική trabuco < λατινική trabuco (τρεμπουσέ) (μαρτυρείται από το 1865)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραμπούκος αρσενικό
- άτομο που ανήκει σε παρακρατική οργάνωση ή σε κομματική παράταξη και δημιουργεί επεισόδια ή προβαίνει σε βιαιοπραγίες, συνήθως επί πληρωμή
- (κατ’ επέκταση) άτομο που προσπαθεί να επιβάλει τις απόψεις του χρησιμοποιώντας βία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραμπούκος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Βλ. «Και πάλι για τους τραμπούκους (μια συνεργασία του Spiridione)», στο ιστολόγιο του Ν. Σαραντάκου Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (19 Δεκεμβρίου 2016)· πρόσβαση: 2022-04-12.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καμαρότος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)