τριήμερον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τρῐημερο-
ονομαστική τὸ τριήμερον τὰ τριήμερ
      γενική τοῦ τριημέρου τῶν τριημέρων
      δοτική τῷ τριημέρ τοῖς τριημέροις
    αιτιατική τὸ τριήμερον τὰ τριήμερ
     κλητική ! τριήμερον τριήμερ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριημέρω
γεν-δοτ τοῖν  τριημέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τριήμερον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τριήμερος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τριήμερον, -ου ουδέτερο

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

τριήμερον: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τριήμερον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τριήμερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τριήμερος

Πηγές[επεξεργασία]