τρικέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρικέρης αρσενικό
- χαρακτηρισμός του διαβόλου
- (ιδιωματικό) απατημένος σύζυγος[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρικέρης
|