τριχοτομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριχοτομία < τρίτος + -ο- + -τομία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριχοτομία θηλυκό
- (σπάνιο) και σε αρκετές περιπτώσεις (παρωχημένο): η διαίρεση σε τρία μέρη
- ※ τριχοτομία γωνίας
- ※ Είδη της διαιρέσεως: Η δύο μέλη έχουσα διαίρεσις λέγεται διχοτομία ή τρία, τριχοτομία, η τέσσαρα τετραχοτομία. Εν γένει δε πολυτομία ονομάζεται η διαίρεσις, η έχουσα πλείονα των δύο μελών ([1] σελ. 53 στο Λογική, υπό Δ. Ι. Βέκκιου, Τεργέστη, Τύποις του Αυστριακού Λλόϋδ, 1861)
- ※ εφήρμοσε την τριχοτομία του Δικαίου εις τους τρείς Ρωμαίους Βασιλείς ([2] Ιστορία του ρωμαϊκού δικαίου, Edward Gibbon, εκ της Φιλοκάλου Τυπογραφίας, 1840)
- ※ Δεν πρόκειται λοιπόν για μια «τριχοτομία», σύμφωνα με την οποία το πεδίο τής ψυχής θα κομματιαζόταν σε ουσιαστικά διάφορες περιοχές με την έννοια ενός δογματικού σχήματος (Φιλοσοφία, τομ. 13-14, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας, 1983)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριχοτομία
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τομία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)