τρομπονίστας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρομπονίστας αρσενικό (θηλυκό: τρομπονίστρια & τρομπονίστα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τρομπόνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρομπονίστας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)