τροχόσπιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾoˈxo.spi.to/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τροχόσπιτο ουδέτερο
- αυτοκίνητο μεγάλου μεγέθους ή φορτηγό ή ρυμουλκούμενο όχημα που περιλαμβάνει χώρο διαβίωσης, καθίσματα, χώρο για ύπνο, τουαλέτα, ντους και κουζίνα, ένα μικρό, αλλά πλήρες σπίτι σε τροχούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τροχο-
- τροχοβίλα
- τροχήλατος
- τροχοσκηνή
- → και δείτε τις λέξεις τροχός και σπίτι