τσαπραζολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαπραζολόγος οι τσαπραζολόγοι
      γενική του τσαπραζολόγου των τσαπραζολόγων
    αιτιατική τον τσαπραζολόγο τους τσαπραζολόγους
     κλητική τσαπραζολόγε τσαπραζολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσαπραζολόγος < τσαπράζ(ι) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσαπραζολόγος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]