τσιμεντάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιμεντάς < τσιμέντ(ο) + -άς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡si.menˈdas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιμεντάς αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιμεντάς
|