τσιμπουκλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιμπουκλού < τσιμπουκλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού (που καπνίζει τσιμπούκι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιμπουκλού θηλυκό
- (μεταφορικά, αργκό): γυναίκα που επιδίδεται σε στοματικό σεξ (σε άνδρες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τσιμπούκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιμπουκλού