τσιμπουκλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιμπουκλής < τσιμπούκ(ι) + -λής < (άμεσο δάνειο) τουρκική çubuk. Δείτε και (άμεσο δάνειο) τουρκική çubuklu
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡si.buˈklis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιμπουκλής αρσενικό (θηλυκό τσιμπουκλού)
- (παρωχημένο) αυτός που καπνίζει τσιμπούκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Τσιμπουκλής (επώνυμο)
- → και δείτε τη λέξη τσιμπούκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιμπουκλής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λής (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)