τσομπανόσκυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσομπανόσκυλο < τσομπάν(ος) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσομπανόσκυλο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσομπανόσκυλο
|