τσουκάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουκάλι | τα | τσουκάλια |
γενική | του | τσουκαλιού | των | τσουκαλιών |
αιτιατική | το | τσουκάλι | τα | τσουκάλια |
κλητική | τσουκάλι | τσουκάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσουκάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσουκάλι < (ίσως) ιταλική zucca[1] < υστερολατινική cucutia < λατινικά cucurbita
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσουκάλι ουδέτερο
- (κουζινικά) το πήλινο σκεύος, στο οποίο τοποθετούμε φαγητό ή και το μαγειρεύουμε
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ «κολοκύνθη, καὶ τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ αὐτὴ βράζεται » (Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης, 1909)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)