υδρομεταλλουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδρομεταλλουργία < (μεταφραστικό δάνειο) hydrometallurgy < υδρο- + μεταλλουργία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδρομεταλλουργία θηλυκό
- επεξεργασία μεταλλεύματος με τη χρήση υδατικού διαλύματος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδρομεταλλουργία
|