υπαρχιπυροσβέστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπαρχιπυροσβέστης < υπ- + αρχιπυροσβέστης (αρχι- + πυροσβέστης)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.paɾ.çi.pi.ɾoˈzve.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐παρ‐χι‐πυ‐ρο‐σβέ‐στης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπαρχιπυροσβέστης αρσενικό (θηλυκό υπαρχιπυροσβέστρια)
- (βαθμός πυροσβεστικής) υπαξιωματικός της πυροσβεστικής υπηρεσίας, με βαθμό αντίστοιχο του επιλοχία στο στρατό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη πυροσβέστης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αρχιπυροσβέστης (↑ανώτερος)
- πυροσβέστης (↓κατώτερος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπαρχιπυροσβέστης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βαθμοί πυροσβεστικής (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)