υπερβασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερβασία < αρχαία ελληνική ὑπερβασία, αναλύεται υπερ- + -βασία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερβασία θηλυκό
- (λόγιο) η ανομία, η αυθαιρεσία
- (λόγιο) η ανήθικη πράξη, πχ παράβαση όρκου
- (λόγιο) (σπάνιο), (σύντμηση) ο υπερβατισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερβασία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βασία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)