υπερεξειδίκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερεξειδίκευση | οι | υπερεξειδικεύσεις |
γενική | της | υπερεξειδίκευσης | των | υπερεξειδικεύσεων |
αιτιατική | την | υπερεξειδίκευση | τις | υπερεξειδικεύσεις |
κλητική | υπερεξειδίκευση | υπερεξειδικεύσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερεξειδίκευση < υπερ- + εξειδίκευση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾe.ksiˈði.cef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρε‐ξει‐δί‐κευ‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερεξειδίκευση θηλυκό
- (νεολογισμός) η υπερβολική εξειδίκευση
- ※ Το πρότυπο του εκκεντρικού, μονήρους, ξεκομμένου από την πραγματικότητα μαθηματικού είναι και παλιό και κοινότοπο. Οι εξελίξεις του εικοστού αιώνα με την υπερεξειδίκευση και τη στεγανοποίηση των επί μέρους κλάδων της «βασίλισσας των επιστημών» ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο αυτή την εικόνα. (Τεύκρος Μιχαηλίδης, H τέχνη της γλώσσας των μαθηματικών, Η Καθημερινή, 31 Ιουλίου 2005)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερεξειδίκευση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)