υπερπροϊόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπερπροϊόν | τα | υπερπροϊόντα |
γενική | του | υπερπροϊόντος | των | υπερπροϊόντων |
αιτιατική | το | υπερπροϊόν | τα | υπερπροϊόντα |
κλητική | υπερπροϊόν | υπερπροϊόντα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερπροϊόν < υπερ- + προϊόν < μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Mehrprodukt (όρος του Καρλ Μαρξ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερπροϊόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (οικονομία) κατά τη μαρξιστική οικονομική θεωρία, το πλεόνασμα του προϊόντος που παράγουν οι παραγωγοί, που είναι πέρα από εκείνο που αντιστοιχεί στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, το οποίο είναι διαθέσιμο για ανταλλαγή ως εμπόρευμα, που στις ταξικές κοινωνίες καπρώνονται (ιδιοποιούνται) εκείνοι για λογαριασμό των οποίων δουλεύουν (οι γαιοκτήμονες, οι κεφαλαιούχοι κ.λπ.)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερπροϊόν
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παρόν' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)