υπερυπολογιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]υπερυπολογιστής < υπερ- + υπολογιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερυπολογιστής αρσενικό
- ιδιαίτερα γρήγορος υπολογιστής που διαφέρει σημαντικά από τους καθημερινούς προσωπικούς υπολογιστές όσον αφορά στον αριθμό των υπολογισμών κινητής υποδιαστολής που μπορεί να εκτελέσει ανά δευτερόλεπτο