υπηρετριούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπηρετριούλα | οι | υπηρετριούλες |
γενική | της | υπηρετριούλας | — | |
αιτιατική | την | υπηρετριούλα | τις | υπηρετριούλες |
κλητική | υπηρετριούλα | υπηρετριούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπηρετριούλα < υπηρέτρια + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπηρετριούλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπηρετριούλα
|