υποκορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποκορισμός < αρχαία ελληνική ὑποκορισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποκορισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία) λειτουργία της γλώσσας, λεξικολογική και μορφολογική, με την οποία εκφράζεται σμίκρυνση της σημασίας μιας λέξης πραγματική ή συναισθηματική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκορισμός
|