φανταγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανταγμός οι φανταγμοί
      γενική του φανταγμού των φανταγμών
    αιτιατική τον φανταγμό τους φανταγμούς
     κλητική φανταγμέ φανταγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φανταγμός < φαντασμός < ελληνιστική κοινή φαντασμός[1] < αρχαία ελληνική φαντάζω < φαίνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φανταγμός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. φαντασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.