φιλές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φιλές | οι | φιλέδες |
γενική | του | φιλέ | των | φιλέδων |
αιτιατική | τον | φιλέ | τους | φιλέδες |
κλητική | φιλέ | φιλέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλές < από το γαλλικό filet (δίχτυ, μεταξύ άλλων)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλές αρσενικό
- δικτυωτός κεφαλόδεσμος για τις ανάγκες της κομμωτικής
- δικτυωτό πλέγμα για χωρισμό αθλητικών χώρων
- (τυπογραφικός όρος) γραμμή που διαχωρίζει τις στήλες κάθετα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλές
|