φοξός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φοξός | ἡ | φοξή | τὸ | φοξόν |
γενική | τοῦ | φοξοῦ | τῆς | φοξῆς | τοῦ | φοξοῦ |
δοτική | τῷ | φοξῷ | τῇ | φοξῇ | τῷ | φοξῷ |
αιτιατική | τὸν | φοξόν | τὴν | φοξήν | τὸ | φοξόν |
κλητική ὦ! | φοξέ | φοξή | φοξόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | φοξοί | αἱ | φοξαί | τὰ | φοξᾰ́ |
γενική | τῶν | φοξῶν | τῶν | φοξῶν | τῶν | φοξῶν |
δοτική | τοῖς | φοξοῖς | ταῖς | φοξαῖς | τοῖς | φοξοῖς |
αιτιατική | τοὺς | φοξούς | τὰς | φοξᾱ́ς | τὰ | φοξᾰ́ |
κλητική ὦ! | φοξοί | φοξαί | φοξᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φοξώ | τὼ | φοξᾱ́ | τὼ | φοξώ |
γεν-δοτ | τοῖν | φοξοῖν | τοῖν | φοξαῖν | τοῖν | φοξοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοξός < άγνωστης ετυμολογίας
Επίθετο[επεξεργασία]
φοξός, -ή, -όν
- που απολήγει σε οξύ, μυτερός
- σουρλωτός, οξυκέφαλος
Πηγές[επεξεργασία]
- φοξός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φοξός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)