φορμίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορμίτσα οι φορμίτσες
      γενική της φορμίτσας
    αιτιατική τη φορμίτσα τις φορμίτσες
     κλητική φορμίτσα φορμίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορμίτσα < υποκοριστικό του φόρμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορμίτσα θηλυκό

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]