φοροκλοπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοροκλοπή οι φοροκλοπές
      γενική της φοροκλοπής των φοροκλοπών
    αιτιατική τη φοροκλοπή τις φοροκλοπές
     κλητική φοροκλοπή φοροκλοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φοροκλοπή < φόρος + κλοπή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φοροκλοπή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]