φουτσιτζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φουτσιτζής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουτσιτζής οι φουτσιτζήδες
      γενική του φουτσιτζή των φουτσιτζήδων
    αιτιατική τον φουτσιτζή τους φουτσιτζήδες
     κλητική φουτσιτζή φουτσιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουτσιτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική fıçıcı [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fu.t͡siˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φου‐τσι‐τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουτσιτζής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Αποστολίδης, Μύρτιλος. «Τα αρχεία του εν Φιλιππουπόλει εσναφίου των τεκτόνων (δουλγέρηδων)», Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού Α′ (1934), σ. 126.