φούντιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φούντιο | τα | φούντια |
γενική | του | φουντίου & φούντιου |
των | φουντίων |
αιτιατική | το | φούντιο | τα | φούντια |
κλητική | φούντιο | φούντια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φούντιο < (άμεσο δάνειο) γερμανική Pfund + κατάληξη -ιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φούντιο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- (μονάδα μέτρησης) → δείτε
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)