φτερνιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φτερνιά | οι | φτερνιές |
γενική | της | φτερνιάς | των | φτερνιών |
αιτιατική | τη | φτερνιά | τις | φτερνιές |
κλητική | φτερνιά | φτερνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτερνιά θηλυκό
- (λογοτεχνικό) χτύπημα σε ζώο (άλογο, μουλάρι κ.πλ.) με τη φτέρνα η με πτερνιστήρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φτέρνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτερνιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)