φυσιογνωμική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσιογνωμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φυσιογνωμικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική physiognomonie)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσιογνωμική θηλυκό
- (νεολογισμός) μέθοδος εξαγωγής συμπερασμάτων για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα κάποιου από τη μελέτη των αναλογιών του προσώπου και άλλων εξωτερικών / εμφανισιακών χαρακτηριστικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσιογνωμική
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φυσιογνωμική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φυσιογνωμικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)