φυσιολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυσιολόγος οι φυσιολόγοι
      γενική του/της φυσιολόγου των φυσιολόγων
    αιτιατική τον/τη φυσιολόγο τους/τις φυσιολόγους
     κλητική φυσιολόγε φυσιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσιολόγος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική physiologue & αρχαία ελληνική φυσιολόγος (εκείνος που ερευνούσε τα αίτια πίσω από τα φυσικά φαινόμενα) < φυσιο- + -λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ιατρική, επάγγελμα) επιστήμονας που έχει πάρει την ειδικότητα της φυσιολογίας
  2. (φιλοσοφία) στοχαστής που ασχολείται με τη φιλοσοφία της φύσης (φυσικός φιλόσοφος)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]