φωτομικρογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτομικρογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική photomicrograph / photomicrography < αρχαία ελληνική φῶς + μικρός + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτομικρογραφία θηλυκό
- (φωτογραφία, νεολογισμός) η φωτογραφία που λαμβάνεται με τη χρήση μικροσκοπίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτομικρογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φωτογραφία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)