χάψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάψιμο | τα | χαψίματα |
γενική | του | χαψίματος | των | χαψιμάτων |
αιτιατική | το | χάψιμο | τα | χαψίματα |
κλητική | χάψιμο | χαψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάψιμο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάψιμο ουδέτερο
- η γρήγορη και λαίμαργη κατάποση
- (μεταφορικά) η απερίσκεπτη και αφελής αποδοχή των λόγων κάποιου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάψιμο
|