χαλκουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκουργός < (ελληνιστική κοινή) χαλκουργός < χαλκός + ἔργον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκουργός αρσενικό
- (επάγγελμα) ο τεχνίτης που χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το χαλκό για να κατασκευάσει αντικείμενα όπως όπλα, σκεύη κλπ