χαμηλοσυνταξιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμηλοσυνταξιούχος < χαμηλο- + συνταξιούχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμηλοσυνταξιούχος αρσενικό ή θηλυκό
- ο συνταξιούχος που έχει, συγκριτικά, χαμηλή σύνταξη