χαρτοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτοποιός: λόγια λέξη > (καθαρεύουσα) > χάρτης + -ποιός, (μαρτυρείται από το 1889)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) που απασχολείται στη διαδικασία της χαρτοποιίας, είτε ως εργαζόμενος στην παρασκευή χάρτου είτε ως εργοδότης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτοποιός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου