χελωνίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χελωνίτσα | οι | χελωνίτσες |
γενική | της | χελωνίτσας | — | |
αιτιατική | τη | χελωνίτσα | τις | χελωνίτσες |
κλητική | χελωνίτσα | χελωνίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χελωνίτσα < χελώνα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χελωνίτσα θηλυκό
- (ζωολογία) υποκοριστικό του χελώνα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χελωνίτσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)