χιονοδρομικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χιονοδρομικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χιονοδρομικός (εννοείται η λέξη κέντρο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιονοδρομικό ουδέτερο
- κατάλληλα διαμορφωμένος χώρος όπου γίνεται χειμερινό σκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιονοδρομικό
|