χλόμιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χλόμιασμα ουδέτερο
- το χλώμιασμα, η χλωμάδα ή χλομάδα, το αποτέλσμα του χλωμιάζω-χλομιάζω, το να γίνεται άποιος ωχρός εν πάσει περιπτώσει από ασθένεια ή από στενοχώρια ή αμηχανία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χλόμιασμα
|