χνόος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χνόος > χνοῦς οἱ χνόοι   > χνοῖ
      γενική τοῦ χνόου > χνοῦ τῶν χνόων > χνῶν
      δοτική τῷ χνό   > χν τοῖς χνόοις > χνοῖς
    αιτιατική τὸν χνόον > χνοῦν τοὺς χνόους > χνοῦς
     κλητική ! χνόε   > χνοῦ χνόοι   > χνοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χνόω   > χνώ
γεν-δοτ τοῖν  χνόοιν > χνοῖν
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χνόος, ήδη ομηρικό < άγνωστης ετυμολογίας Δε συνδέεται με το χνόη.[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χνόος αρσενικό (συνηρημένο χνοῦς)

  1. λεπτό άχυρο
  2. το χνούδι στο ανθρώπινο σώμα, το τρίχωμα που δεν είναι ιδιαιτερα ανεπτυγμένο στα ζώα
  3. το χνούδι σε καρπούς και λουλούδια
  4. ο αφρός (στο στόμα του αλόγου, στην ακροθαλασσιά)
  5. ο κονιορτός, η σκόνη (μεταγενέστερη έννοια]]), το υπόλειμμα από το αλάτι της θάλασσας που μένει στο σώμα, η κρούστα
  6. το απομεινάρι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]