χρηματιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρηματιστής οι χρηματιστές
      γενική του χρηματιστή των χρηματιστών
    αιτιατική τον χρηματιστή τους χρηματιστές
     κλητική χρηματιστή χρηματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηματιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρηματιστής[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾi.ma.tiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρη‐μα‐τι‐στής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρηματιστής αρσενικό (θηλυκό χρηματίστρια)

  • (επάγγελμα) που ασχολείται με το χρηματιστήριο
    ※  -Ἐδῶ, κύριοι, βλέπετε μὲ μεγάλες ἀπορίες / τοῦ νέου δανείου τῆς «ὀψιὸν» καὶ τῆς «ὑπερημερίες» / ποῦ τό κλεισε στὸ Παρίσι ὁ κ. Βαλαωρίτης, / καὶ βάλε ὅρους, βάλε ὅρους, τὸ ὁποῖον Βαλεορίτης, / ὅπερ ἐξεκίνησε άπὸ δῶ πέρα τραπεζίτης καὶ χρηματιστὴς, / καὶ ξαναγυρίζει τώρα ὀψιοκομιστής!... (Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Το νέον δάνειον, εφημερίδα Αθήναι, 7 Ιουλίου 1910)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηματιστής < χρηματίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρηματιστής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο έμπορος, εκείνος που κερδίζει χρήματα με κάποιο επάγγελμα
  2. ο διακινητής