χρηματοφυλάκιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χρηματοφυλάκιον | τὰ | χρηματοφυλάκιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | χρηματοφυλακίου | τῶν | χρηματοφυλακίων | ||||
δοτική | τῷ | χρηματοφυλακίῳ | τοῖς | χρηματοφυλακίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | χρηματοφυλάκιον | τὰ | χρηματοφυλάκιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | χρηματοφυλάκιον | χρηματοφυλάκιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρηματοφυλακίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χρηματοφυλακίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηματοφυλάκιον (ελληνιστική κοινή) < χρηματο- + φυλάκιον, τύπος του φυλακείον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρηματοφυλάκιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (οικονομία) το χρηματοφυλάκιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- και στην καθαρεύουσα χρηματοφυλάκιον:
- χρηματοφυλάκιο
- δερμάτινο πορτοφόλι: πορτμονές για κέρματα, πορτοφόλι για χαρτονομίσματα [1]
- ※ Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χρηματοφυλάκιον σελ.7899-7900 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Πηγές[επεξεργασία]
- χρηματοφυλάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα χρηματο- (νέα ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Οικονομία (ελληνιστική κοινή)
- Καθαρεύουσα από την ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)