χρονικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονικότητα οι χρονικότητες
      γενική της χρονικότητας των χρονικοτήτων
    αιτιατική τη χρονικότητα τις χρονικότητες
     κλητική χρονικότητα χρονικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρονικότητα < χρονικ(ός) + -ότητα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xɾo.niˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρο‐νι‐κό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρονικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του χρονικού, που ανήκει ή αφορά τον χρόνο
    ※  Η διάκριση μεταξύ των διακοσίων χρόνων από το έτος 1821 και από την παλιγγενεσία της Ελλάδος το 1821 σχετίζεται με την ημερολογιακή υφή του χρόνου αφενός, και με την ιστορική χρονικότητα της σημασίας των γεγονότων της Επαναστάσεως του 1821 αφετέρου.
    Στέλιος Ράμφος, Η επέτειος, Η Καθημερινή, 6 Ιανουαρίου 2021

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • χρονικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)