χρυσόμηλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρυσόμηλο < χρυσό + μήλο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρυσόμηλο αρσενικό
- (κυπριακά) βερύκοκο
- ※ Τα δε χρυσόμηλα αυτής, τα παρ' ημίν βερίκοκκα, είνε μέν άφθονα, αλλ' ουχί και καλής ποιότητος (Αθανάσιος Α. Σακελλάριος, Τα Κυπριακά: Γεωγραφία, ιστορία, δημόσιος και ιδιωτικός βίος, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1890, σελ. 246 [1])
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρυσόμηλο
|