ψευδοσωματίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψευδοσωματίδιο | τα | ψευδοσωματίδια |
γενική | του | ψευδοσωματίδιου & ψευδοσωματιδίου |
των | ψευδοσωματίδιων & ψευδοσωματιδίων |
αιτιατική | το | ψευδοσωματίδιο | τα | ψευδοσωματίδια |
κλητική | ψευδοσωματίδιο | ψευδοσωματίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδοσωματίδιο < ψευδο- + σωματίδιο (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική quasiparticle (ή quasi-particle)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευδοσωματίδιο ή ψευδο-σωματίδιο ουδέτερο
- (φυσική, κβαντομηχανική) ηλεκτρόνιο, που θεωρείται νέο σωματίδιο, το οποίο έχει διαφορετική συμπεριφορά από εκείνα που βρίσκονται ελεύθερα στο χώρο, λόγω επίδρασης δυναμικού
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψευδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)