ψευτομάρτυρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ψευτομάρτυρας | οι | ψευτομάρτυρες |
γενική | του του/της |
ψευτομάρτυρα ψευτομάρτυρος |
των | ψευτομαρτύρων |
αιτιατική | τον/την | ψευτομάρτυρα | τους/τις | ψευτομάρτυρες |
κλητική | ψευτομάρτυρα | ψευτομάρτυρες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψευτομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
- που παριστάνει το θύμα, τον μάρτυρα χωρίς να είναι
- λανθασμένη εκφορά του ψευδομάρτυρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευτομάρτυρας
|