ψευτομάρτυρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ψευτομάρτυρας οι ψευτομάρτυρες
      γενική του
του/της
ψευτομάρτυρα
ψευτομάρτυρος
των ψευτομαρτύρων
    αιτιατική τον/την ψευτομάρτυρα τους/τις ψευτομάρτυρες
     κλητική ψευτομάρτυρα ψευτομάρτυρες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευτομάρτυρας < ψευτο- + μάρτυρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευτομάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό

  1. που παριστάνει το θύμα, τον μάρτυρα χωρίς να είναι
  2. λανθασμένη εκφορά του ψευδομάρτυρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]