ψιψίνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψιψίνος οι ψιψίνοι
      γενική του ψιψίνου των ψιψίνων
    αιτιατική τον ψιψίνο τους ψιψίνους
     κλητική ψιψίνε ψιψίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψιψίνος < (νεολογισμός) ψιψίν(α) + -ος, για γάτα που είναι αρσενική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψιψίνος αρσενικό

  • (προφορικό) ο γάτος
    ※  Μου είχε εξιστορήσει η μητέρα μου, όταν ο πόλεμος είχε πια τελειώσει, πως οι Ιταλοί θεωρούσαν τους αρσενικούς γάτους πρώτης τάξεως μεζέ, και μου 'ρχονταν να κάνω εμετό, καθώς την άκουγα. «Παν’ οι φουκαράδες οι ψιψίνοι μου», είπα. Και ξύπνησα ταραγμένος. Άντε τώρα να διαβάσεις τη γραφή του κρανίου σου και τα ιερογλυφικά της ύπαρξής σου!
    Θωμάς Στραβέλης, «Η Σμινθίτσα κι η Σαπφούλα», taxydromos.gr (2 Οκτωβρίου 2017)· πρόσβαση: 2021-10-16.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]