ψυγειοκαταψύκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυγειοκαταψύκτης < ψυγείο + καταψύκτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυγειοκαταψύκτης αρσενικό
- ψυγείο μόνο για κατάψυξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυγειοκαταψύκτης
|