ωριλάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωριλάς οι ωριλάδες
      γενική του ωριλά των ωριλάδων
    αιτιατική τον ωριλά τους ωριλάδες
     κλητική ωριλά ωριλάδες
Δείτε το άκλιτο ωριλά.
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωριλάς < ωριλά (άκλιτο) + < ΩΡΛ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.ɾiˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ω‐ρι‐λάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ωριλάς αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τους όρους ωτο-, ρινο-, λαρυγγο- και -λόγος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]